οριοδείκτης

οριοδείκτης
ὁριοδείκτης, ὁ (Α)
αυτός που υποδεικνύει ή καθορίζει τα όρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅριον + δείκτης (< δείκνυμι), πρβλ. ωρο-δείκτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁριοδεῖκται — ὁριοδείκτης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οριοδεικτία — ὁριοδεικτία, ἡ (Α) [οριοδείκτης] διοικητική αρμοδιότητα στην Αίγυπτο …   Dictionary of Greek

  • οριοδεικτώ — ὁριοδεικτῶ, έω (Α) [οριοδείκτης] υποδεικνύω, καθορίζω τα όρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”